Παιδική Βαρηκοΐα

Η παιδική βαρηκοΐα είναι μια όχι και τόσο σπάνια πάθηση για την οποία πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή και να υπάρχει στενή συνεργασία από τους γιατρούς, τους γονείς, τους παιδαγωγούς και τους δασκάλους. Υπολογίζεται ότι 1 στα 1000 νεογνά παρουσιάζει βαρηκοΐα.

Στην Ελλάδα γεννιούνται περίπου 100,000 νεογνά το χρόνο. Άρα περίπου 100 από αυτά είναι βαρήκοα και πρέπει να διαγνωσθούν έγκαιρα ώστε να αντιμετωπισθούν κατάλληλα. Μια πληθώρα παραγόντων ευθύνεται για την παιδική βαρηκοΐα, η οποία διακρίνεται στις εξής μεγάλες κατηγορίες: τους προγεννητικούς, τους περιγεννητικούς και τους μετά τη γέννηση.

Σε ποσοστό 10-26% η παιδική βαρηκοΐα είναι συγγενής, δηλαδή υπάρχει κατά τη γέννηση ή εμφανίζεται στη νεογνική ηλικία και χωρίζεται στην κληρονομική και στη μη κληρονομική.

Ποια είναι τώρα τα κριτήρια για να πούμε ότι ένα νεογνό είναι υψηλού κινδύνου, έχει δηλαδή αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσει βαρηκοΐα:

1. Οικογενειακό ιστορικό Ν/Α βαρηκοΐας σε παιδική ηλικία.

2. Κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες, δυσμορφίες πτερυγίου ωτός, έξω ακουστικού πόρου.

3. Νοσήματα γονέων.

4.Συγγένεια αίματος γονέων.

5.Τοξιναιμία κύησης.

6.Προγεννητική λοίμωξη.

7. Ωτοτοξικά φάρμακα.

8.Οξύς τοκετός.

9. Συγγενείς λοιμώξεις (CMV,ερυθρά, τοξοπλάσμωση,έρπης).

10.Νόσος ή παθολογική κατάσταση με νοσηλεία σε ΜΕΝΝ για >24 ώρες.

11. Στίγματα ή άλλα ευρήματα που συνδυάζονται με σύνδρομα βαρηκοΐας.

12.Ίκτερος.

13.Προωρότητα <36 εβδ. 

14.Βάρος γέννησης <1500 γρ.

15 Apgarindex μετά 5΄< 3

16Περιγεννητική ασφυξία

17.Καταχρήσεις

18. Να πέρασε μηνιγγίτιδα

varikoia2Η φυσιολογική ανάπτυξη της γλώσσας, της ομιλίας και του λόγου, η επικοινωνία του ατόμου με την οικογένεια και το περιβάλλον του, καθώς και η εκπαίδευση του εξαρτώνται από την ύπαρξη φυσιολογικής ακοής .

Κριτικής σημασίας για τη βαρηκοΐα είναι ο χρόνος εμφάνισης και διάγνωσης της, ο βαθμός και ο τύπος της. Ένα παιδί που παρουσιάζει αμφοτερόπλευρη κώφωση είναι αδύνατον να μάθει να μιλά χωρίς εξωτερική βοήθεια.

Ακουστικές ανεπάρκειες, έστω και μικρού βαθμού, επιβραδύνουν την ανάπτυξη της ομιλίας, καθιστώντας τη μονότονη και άρρυθμη και δημιουργώντας δυσκολίες στην άρθρωση και διάφορα ελαττώματα προφοράς.

Επειδή έχουν περιορισμένη ικανότητα επικοινωνίας τα παιδιά με ακουστική ανεπάρκεια βρίσκονται αποκομμένα από το περιβάλλον τους, πράγμα που επηρεάζει αποφασιστικά τόσο τον εσωτερικό τους κόσμο, όσο και την εικόνα που αποκτούν για τον έξω κόσμο.

Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι η προσβολή της ακοής δεν επηρεάζει τη νοημοσύνη των παιδιών εάν δεν έχουν άλλο πρόβλημα.

Η έκταση των επιδράσεων που αναφέρθηκαν είναι άμεση συνάρτηση της στιγμής που εμφανίστηκε η ακουστική διαταραχή, καθώς και της στιγμής που μπήκε η διάγνωση και άρχισε η θεραπεία.

Είναι αναμφισβήτητο πως όσο πιο πρώιμη είναι η βλάβη, τόσο βαρύτερες θα είναι οι επιπτώσεις της . Επομένως, οι πριν και κατά τη γέννηση ακουστικές βλάβες , καθώς και εκείνες που συμβαίνουν κατά την περίοδο της φυσιολογικής αποκτήσεως του λόγου, δηλαδή τα πρώτα 2-3 χρόνια της ζωής, έχουν τις βαρύτερες συνέπειες. Όσο για τις βλάβες που εμφανίζονται μεταξύ 4-7 ετών, προκαλούν επίσης υποστροφή της ομιλίας που είχε ήδη αποκτηθεί.

Όταν η ακουστική βλάβη εμφανιστεί σε παιδιά πάνω από 7 ετών , δεν προκαλεί απώλεια του λόγου, έστω και αν πρόκειται για πλήρη κώφωση. Η ομιλία γίνεται μονότονη, χάνει το ρυθμό της, αλλά επιτρέπει στο παιδί να διατηρήσει τις απαραίτητες επαφές με το περιβάλλον του.

Συνοπτικά λοιπόν η βαρηκοΐα επηρεάζει την ομιλία, την πνευματική ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τον ψυχικό κόσμο , την κοινωνική προσαρμογή και την επαγγελματική αποκατάσταση του βαρήκοου ατόμου . Αποτελεί επομένως πρωταρχικό στόχο ο προσδιορισμός της ακοής ήδη από τη βρεφική ηλικία.Η παρατήρηση των γονέων για την ακουστική συμπεριφορά του παιδιού τους και την ανάπτυξη ή όχι ικανότητας ομιλίας και επικοινωνίας, σε συνάρτηση με την ηλικιακή του ανάπτυξη, συμβάλλει αποφασιστικά στην έγκαιρη διαπίστωση της βαρηκοΐας.

varikoia3Η σωστή λοιπόν πληροφόρηση των γονέων για την πορεία της φυσιολογικής ανάπτυξης της ακοής και της ομιλίας, οδηγούν στην έγκαιρη υποψία τους και στην έγκαιρη ανίχνευση της βαρηκοΐας του παιδιού τους πριν τη συμπλήρωση του 2ου έτους, που αποτελεί την κριτική περίοδο για την ανάπτυξη της ομιλίας στο παιδί .Οι σπουδαιότεροι λόγοι που προκαλούν την υποψία των γονέων είναι η μη ανταπόκριση του παιδιού στους ήχους και κυρίως στη φωνή της μητέρας, όταν δεν μιλάει ή δεν έχει σωστή για την ηλικία του ομιλία. Αν έχουμε ένα βρέφος 6-12 μηνών που δεν βγάζει φωνές, που δεν ευχαριστιέται με παιχνίδια που κάνουν θόρυβο ή που δεν πάει να δημιουργήσει τις πρώτες δικές του λέξεις, είναι ύποπτο για βαρηκοΐα.

Ένα παιδί 2-3 ετών που δεν άρχισε ακόμα να μιλά ή το λεξιλόγιο του είναι φτωχό και δεν σχηματίζει καθόλου φράσεις με συνδυασμούς λέξεων, είναι επίσης ύποπτο για βαρηκοΐα . Σε μεγαλύτερη ηλικία το βαρήκοο παιδί είναι απομονωμένο από το περιβάλλον του, αποκομμένο από τα άλλα παιδιά, και εάν πηγαίνει σχολείο έχει προβλήματα μάθησης. Όλα αυτά όμως ισχύουν όταν υπάρχει βαρηκοΐα και από τα δύο αυτιά. Η μονόπλευρη βαρηκοΐα ανακαλύπτεται εντελώς τυχαία. Σε αυτά τα παιδιά δεν παρουσιάζεται δυσκολία στην ακουστική επικοινωνία, γιατί αυτή γίνεται με τη χρησιμοποί­ηση του φυσιολογικού αυτιού. Έτσι η όλη συμπεριφορά του παιδιού κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας δεν παρουσιάζει τίποτε το αφύσικο και δεν δίνεται η αφορμή στους γονείς να υποπτευθούν μια βαρηκοΐα .

Ο δάσκαλος αποτελεί τη φυσική προέκταση των γονέων και είναι βασικός υπεύθυνος για να διαπιστώσει παρεκκλίσεις από το φυσιολογικό στην παιδική ηλικία. Μπορεί ο δάσκαλος να αντιληφθεί ή να υποπτευθεί μια βαρηκοΐα με βάση την όλη συμπεριφορά του παιδιού, την απόδοση του στα μαθήματα, τη θέση που κάθεται στην τάξη, τη διαφορά επιδόσεως του στις προφορικές και γραπτές ασκήσεις. Το δυσάρεστο είναι ότι η βαρηκοΐα μπορεί να φθάσει σε πολύ σημαντικό επίπεδο χωρίς καν η όλη συμπεριφορά του μαθητή να κινήσει την υποψία του δασκάλου, αφού το παιδί δίνει λογικές και σωστές απαντήσεις όταν ο δάσκαλος του απευθύνει ερωτήσεις από μια απόσταση 4-5 μέτρων. Όταν όμως η απόσταση που τους χωρίζει είναι το μήκος όλης της αίθουσας ή όταν ο δάσκαλος μιλά χαμηλόφωνα ή όταν τέλος γίνεται θόρυβος, είναι φυσικό ότι ο βαρήκοος μαθητής συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες. Υπάρχει διαφορά επίδοσης μεταξύ των προφορικών ασκήσεων, όπου επειδή ο μαθητής δεν άκουσε καλά δεν δίνει τις σωστές λύσεις και των γραπτών ασκήσεων, όπου ο βαρήκοος μαθητής έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις. Εάν ο δάσκαλος δεν δώσει ιδιαίτερη προσοχή και του ξεφύγει η βαρηκοΐα του μαθητή είναι πιθανό να του αποδώσει χαρακτηρισμούς όπως, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, ταχεία πνευματική κόπωση, άρνηση ή αδυναμία παρακολούθησης. Τελικά όσο ο μαθητής προχωρεί στις ανώτερες τάξεις, τόσο τα αποτελέσματα της προόδου του στα μαθήματα χειροτερεύουν, οπότε ο μαθητής κατατάσσεται από το δάσκαλο στην κατηγορία του τεμπέλη, νωθρού και χωρίς ευφυία μαθητή .

Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν ο δάσκαλος να είναι ενημερωμένος και εκπαιδευμένος πάνω στο μεγάλο αυτό θέμα της παιδικής βαρηκοΐας και επίσης να μην του αποκρύπτεται η πάθηση από τους γονείς, εφόσον βέβαια έχει διαγνωστεί.

Η λήψη του ιστορικού είναι πρωταρχικής σημασίας για την έγκαιρη διαπίστωση της αιτίας που προκαλεί τη βαρηκοΐα. Γίνεται έλεγχος για όλες τις παθήσεις που προαναφέραμε ως κριτήρια για παιδιά υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση βαρηκοΐας.

Σπουδαία επομένως διαγνω­στική σημασία έχουν το κληρονομικό ιστορικό, η νόσηση της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, το ιστορικό του τοκετού, η νόσηση του παιδιού από τη γέννηση του μέχρι το χρόνο που γίνεται η εξέταση και η ανάπτυξη και κυρίως η ικανότητα του να ομιλεί. Σπουδαίες πληροφορίες επίσης λαμβάνονται από την παρακολούθηση του παιδιού και τον τρόπο με τον οποίο παίζει. Σε ένα παιδί με φυσιολογική ακοή οι συνηθισμένοι θόρυβοι το αποσπούν από τα παιχνίδια του, αντιδρά όταν φωνάζουν το όνομα του, βγάζει μικρές άναρθρες φωνές, του αρέσουν τα παιχνίδια με θόρυβο, αρχίζει να λέει μερικές λέξεις περισσότερες από μπαμπά και μαμά, μιμείται ήχους και λέξεις και εμπλουτίζει συνεχώς το λεξιλόγιο του. Εάν παρατηρήσουμε υποστροφή και οπισθοδρόμηση της ομιλίας, θα πρέπει να ελέγξουμε για πρόσφατη βαρηκοΐα .Την εξέταση της ακοής στα παιδιά τη χωρίζουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες , την υποκειμενική και την αντικειμενική .

Στην υποκειμενική χρειάζεται η παθητική ή η ενεργητική συνεργασία του παιδιού και περιλαμβάνονται η ακοομετρία με την παρατήρηση της συμπεριφοράς , η ακοομετρία της οπτικής ενίσχυσης ή εντοπισμού , η παιχνιδοακοομετρία, η ομιλητική και η τονική ακοομετρία . Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες, απλά θα αναφέρω ότι η υποκειμενική εξέταση της ακοής έχει σχέση με τις αντιδράσεις του παιδιού σε διαφόρων ειδών ήχους που χορηγεί ο γιατρός.

Οι ήχοι που χορηγούνται και η μεθοδολογία που ακολουθείται έχει βέβαια άμεση σχέση με την ηλικία. Αλλιώς γίνεται σε βρέφη μερικών μηνών και αλλιώς σε παιδιά 5 ετών και άνω. Η αντικειμενική εξέταση της ακοής γίνεται χωρίς τη συνεργασία του παιδιού με την τυμπανομετρία, τον προσδιορισμό των ακουστικών αντα-ακλαστικών, τα ακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους και τις ωτοακουστικές εκπομπές.    

varikoia4Για την αντιμετώπιση της παιδικής βαρηκοΐας θα πρέπει να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ όλων των ατόμων που εμπλέκονται. Οι γονείς στην αρχή είναι φυσικό να είναι ανήσυχοι και αναστατωμένοι. Πρέπει να τους δοθεί κάθε πληροφορία σχετικά με το πρόβλημα του παιδιού τους. Σημαντικό είναι να έλθουν σε επαφή με γονείς βαρήκοων παιδιών. Τόσο το παιδί, όσο και οι γονείς, χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη. Το παιδί πρέπει να μάθει ότι είναι ικανό και σπουδαίο και οι γονείς πρέπει να αντιμετωπίσουν το αίσθημα ενοχής, τη θλίψη και την απογοήτευση ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν τη βαρηκοΐα του παιδιού τους  .

Στο παιδί που έχει αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα μειώνεται η ικανότητα διάκρισης των λέξεων. Η κριτική χρονική περίοδος για την ανάπτυξη των δεσμών μεταξύ της ακοής και της ομιλίας είναι απο τον 5 - 12 μήνα .

Θεμελιώδη σημασία λοιπόν έχει η έγκαιρη εφαρμογή και μάλιστα απο την ηλικία των  9-12 μηνών  ακουστικού βαρηκοϊας . Το ακουστικό πρέπει να εφαρμοστεί με ειδικό πρόγραμμα και ποτέ απότομα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τοποθέτηση του γίνεται καλύτερα αποδεκτή όταν συνοδεύεται από παιχνίδια με παιδική μουσική. Γρήγορα το παιδί εκλαμβάνει το ακουστικό σαν απαραίτητο εξάρτημα του σώματος και μετά από λίγες βδομάδες το αναζητά

Η εκπαίδευση ενός βαρήκοου παιδιού δεν περιορίζεται μόνο στην ακοή του ήχου, αλλά και στην ανάπτυξη της ικανότητας να καταλαβαίνει ότι λέγεται και εκφράζεται. Τούτο συμπεριλαμβάνει και την ανάπτυξη της ομιλίας ή τη διόρθωση αυτής . Η εκπαίδευση εξαρτάται από την ηλικία στην οποία εγκαταστάθηκε η βαρηκοΐα, το είδος της βαρηκοΐας, τη διανοητική κατάσταση του παιδιού, την ύπαρξη άλλων ανωμαλιών, τις δυνατότητες που παρέχει η κοινωνία και την κατανόηση και την ικανότητα των γονέων να συμμετάσχουν στην εκπαίδευση .

Σχηματικά θα λέγαμε ότι η ιδανική ηλικία για την έναρξη της εκπαίδευσης του βαρήκοου παιδιού είναι μεταξύ 6-9 μηνών, με την εφαρμογή του ακουστικού βαρηκοΐας . Αμέσως το παιδί εισέρχεται στα στάδια ανάπτυξης της ομιλίας και αρχίζει να αντιδρά στους ήχους. Η εμφάνιση του ψελλισμού αρχίζει 2-3 μήνες μετά την εφαρμογή του ακουστικού βαρηκοΐας. Καθώς το παιδί πραγματοποιεί προόδους, οι γονείς εμπλουτίζουν τα λεγόμενα τους με ιστορίες, παιχνίδια και συνεργάζονται με λογοθεραπευτή σε τακτική βάση. Σε τακτά χρονικά διαστήματα εξετάζουν την κατάσταση των ακουστικών. Μετά την ηλικία των 2 ετών, τα βαρήκοα παιδιά είναι χρήσιμο να παρακολουθούν νηπιακούς σταθμούς και να παίζουν με παιδιά με φυσιολογική ακοή . Εάν η διάγνωση γίνει μετά το 4ο έτος της ηλικίας, τότε είναι πλέον αργά για τη φυσιολογική ανάπτυξη της ομιλίας, γι' αυτό και είναι καθοριστικός ο χρόνος διάγνωσης της βαρηκοΐας .

Τέλος, μπορούμε να αναφέρομε το πρόσφατο επίτευγμα της ιατρικής τεχνολογίας, τα κοχλιακά εμφυτεύματα.

Αυτά είναι ηλεκτρονικές συσκευές , οι οποίες μετατρέπουν την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρικά σήματα, τα οποία χορηγούνται στο κοχλιακό νεύρο. Η βασική λειτουργία του κοχλιακού εμφυτεύματος είναι να αντικαταστήσει τη λειτουργία του κοχλία. Η συσκευή αποτελείται από δύο μέρη, ένα έξω και το έσω που εμφυτεύεται χειρουργικά. Το έξω τμήμα συνίσταται από ένα μικρόφωνο, όπως στο ακουστικό βαρηκοΐας, ένα μετατροπέα της ηχητικής σε ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, και ένα μεταβιβαστή.

Το έσω τμήμα αποτελείται από το δέκτη, ο οποίος τοποθετείται κάτω από το δέρμα της κροταφικής χώρας και τα ηλεκτρόδια που εισάγονται στο έσω ους δια μέσου της κοχλιοστομίας . Οι ασθενείς που ωφελούνται περισσότερο από την εφαρμογή των κοχλιακών εμφυτευμάτων είναι εκείνοι που είχαν μάθει να ομιλούν πριν χάσουν την ακοή τους, δηλαδή μετά την ηλικία των 7 ετών . Όμως με την κατάλληλη βοήθεια και τη σωστή εκπαίδευση, τα κοχλιακά τοποθετούνται και σε μικρότερης ηλικίας παιδιά, ακόμα και από 6 μηνών, που έχουν συγγενή βαρηκοΐα και δεν έμαθαν ποτέ να μιλούν.

Σαράντα μέρες μετά το χειρουργείο τοποθετείται στον ασθενή το εξωτερικό τμήμα του κοχλιακού εμφυτεύματος και γίνεται η ρύθμιση του συστήματος, όπως περίπου γίνεται στα ακουστικά βαρηκοΐας . Χρειάζεται μια περίοδος εκπαίδευσης του ασθενή που είναι μεγαλύτερη όταν ο ασθενής δεν είχε μάθει να μιλά πριν την κώφωση. Η εκπαίδευση δεν περιορίζεται στον ασθενή, αλλά επεκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας του. Ο ασθενής πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει τους ήχους του περι­βάλλοντος και να συνδυάζει την ομιλία, τη χειλεοανάγνωση και την παραγωγή της φωνής .

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

  • Η διάγνωση της παιδικής βαρηκοϊας αποτελεί ένα πολύπλευρο έργο που σημαντικό ρόλο παίζουν στοιχεία από το ιστορικό την παρατήρηση την κλινική εξέταση
  • Μέχρι να φτάσει το παιδί στην κατάλληλη ηλικία (και εφόσον μπορεί και θέλει) για να κάνει τονικό ακοόγραμμα θα πρέπει να γίνεται συνδυασμός των αποτελεσμάτων διαφόρων υποκειμενικών και αντικειμενικών μεθόδων ελέγχου της ακοής
  • Διαρκής έρευνα είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να συμβάλλουμε στην σωστή και έγκαιρη διάγνωση και άρα και αποκατάσταση του βαρήκοου παιδιού